Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφαλός
1 εγγραφή
αφαλός ο [afalós] & οφαλός ο [ofalós] Ο17 : το σημάδι που υπάρχει στο κέντρο της κοιλιάς του ανθρώπου και στο σημείο όπου, κατά την εμβρυϊκή ηλικία, κατέληγε ο ομφάλιος λώρος· ομφαλός. || ο ομφάλιος λώρος, που συνδέει το έμβρυο με τον πλακούντα της μητέρας. ΦΡ μου λύθηκε ο ~ (από τα γέλια / από το φόβο), γέλασα / φοβήθηκα πάρα πολύ.

[μσν. *αφαλός (πρβ. αφάλι) < οφαλός με τροπή του αρχικού [o > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρ. στην αιτ. και ανασυλλ. [ena-ofa > enafa > en-afa] < αρχ. ὀμφαλός με αφομ. [mf > ff] και απλοπ. του διπλού συμφ. [ff > f] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες