Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αυχένας
1 item total
αυχένας ο [afxénas] Ο2 : 1.το πίσω μέρος του λαιμού (ανθρώπου ή ζώου)· τράχηλος, σβέρκος. 2. (μτφ.) α. για κάθε στενό και επίμηκες μέρος που συνδέει δύο πλατύτερα· (πρβ. λαιμός). β. το χαμηλότερο και μεταξύ δύο βουνών τμήμα κορυφογραμμής· διάσελο. || ορεινή δίοδος· κλεισούρα, δερβένι.

[λόγ. < αρχ. αὐχήν, αιτ. -ένα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go