Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αυτόματο
4 items total [1 - 4]
αυτόματο το [aftómato] Ο42 : 1α.κατασκευή που λειτουργεί με ένα δικό της εσωτερικό μηχανισμό και μιμείται τις κινήσεις ενός έμψυχου οργανισμού: Tο ~ του Vancansou. β. (μτφ.) για πρόσωπο που κινείται σαν αυτόματο χωρίς ελευθερία ή βούληση: Περπατώ σαν ~. 2. είδος αυτόματου πυροβόλου όπλου.

[λόγ.: 1: γαλλ. automate < αρχ. επίθ. αὐτόματος (διαφ. το αρχ. αὐτόματον `τυχαίο γεγονός΄)· 2: σημδ. αγγλ. automatic (weapon) < γαλλ. automate]

αυτοματοποίηση η [aftomatopíisi] Ο33 : μετατροπή μηχανισμού, λειτουργίας κτλ. σε αυτόματο· η εισαγωγή της χρήσης αυτόματων μηχανών: H πλήρης ~ της παραγωγής ενός προϊόντος.

[λόγ. αυτοματοποιη- (αυτοματοποιώ) -σις > -ση]

αυτοματοποιώ [aftomatopió] -ούμαι Ρ10.9 : μετατρέπω κτ. (μηχανισμό, λειτουργία κτλ.) σε αυτόματο· εισάγω τη χρήση αυτόματων μηχανών: ~ μια παραγωγική διαδικασία. Πλήρως αυτοματοποιημένη παραγωγή και συσκευασία ενός προϊόντος.

[λόγ. αυτόματ(ος) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. automatiser < automate = αυτόματον]

αυτόματος -η -ο [aftómatos] Ε5 : α.(για πράξη, κίνηση) που γίνεται χωρίς τη συμμετοχή της βούλησης: Aυτόματη κίνηση / αντίδραση. H αυτόματη γραφή των σουρεαλιστών. β. (για μηχανισμούς κτλ.) που κινείται, λειτουργεί με έναν εσωτερικό μηχανισμό χωρίς την άμεση ή συνεχή παρέμβαση ενός εξωτερικού (ανθρώπινου) παράγοντα: Aυτόματη μηχανή / πόρτα. ~ σηματοδότης / διακόπτης. Ο ~ πιλότος ενός αεροπλάνου. Aυτόματο πιστόλι / όπλο. γ. (ως ουσ.) το αυτόματο*. αυτόματα & (λόγ.) αυτομάτως ΕΠIΡΡ με τρόπο αυτόματο: H πόρτα ανοίγει και κλείνει ~.

[λόγ. < αρχ. αὐτόματος, αὐτομάτως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go