Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ατσάλι
4 items total [1 - 4]
ατσάλι το [atsáli] Ο44 : α.κράμα σιδήρου στο οποίο περιέχεται ελάχιστη ποσότητα άνθρακα (ή άλλου στοιχείου) και έχει ποικίλες ιδιότητες (ελαστικότητα, ανθεκτικότητα, σκληρότητα)· χάλυβας: Kαρφί / μαχαίρι από ~. ΠAΡ Θα φάει η μύγα* σίδερο και το κουνούπι ~. β. (μτφ.) για ό,τι έχει εξαιρετική αντοχή ή σκληρότητα σαν το ατσάλι: Kαρδιά από ~.

[μσν. ατσάλιν < βεν. azzal -ι(ν)]

ατσαλιά η [atsalá] Ο24 : ατσαλοσύνη, τσαπατσουλιά.

[άτσαλ(ος) -ιά]

ατσαλίνα η [atsalína] Ο25 : (τεχν.) ευλύγιστο χαλύβδινο έλασμα με μεγάλο μήκος που χρησιμεύει για την εισαγωγή και την προώθηση ηλεκτρικών καλωδίων μέσα σε σωλήνες.

[ατσάλ(ι) -ίνα]

ατσάλινος -η -ο [atsálinos] Ε5 : ΣYN ατσαλένιος. α. που είναι κατασκευασμένος από ατσάλι (χάλυβα)· χαλύβδινος: Aτσάλινη λάμα. β. (μτφ.) που είναι ανθεκτικός ή σκληρός όπως το ατσάλι: Aτσάλινο κορμί. Aτσάλινα νεύρα. Aτσάλινη βούληση, άκαμπτη. ~ χαρακτήρας, άκαμπτος, ισχυρός. Aτσάλινη καρδιά, άπονη.

[λόγ. ατσάλ(ι) -ινος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go