Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασφαλίτης ο [asfalítis] Ο10 : (μειωτ.) αυτός που υπηρετεί στην Aσφάλεια, συνήθ. όταν πρόκειται για κατώτερο όργανο: Mέρα νύχτα τον παρακολουθούσε ένας ~.
[Aσφάλ(εια)I2α -ίτης]