Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αστυφιλία
1 item total
αστυφιλία η [astifilía] Ο25 : δημογραφικό φαινόμενο κατά το οποίο οι αγροτικοί πληθυσμοί εγκαταλείπουν την ύπαιθρο και εγκαθίστανται μόνιμα στα μεγάλα αστικά κέντρα: Οι αίτιες και τα αποτελέσματα της αστυφιλίας. Συνέπεια της αστυφιλίας είναι η ερήμωση της υπαίθρου και ο μαρασμός των χωριών.

[λόγ. άστυ + -φιλία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go