Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αστάρι
1 item total
αστάρι το [astári] Ο44 : υλικό με το οποίο καλύπτουν μια επιφάνεια, που πρόκειται να ελαιοχρωματιστεί.

[τουρκ. astar (από τα περσ.) ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go