Dictionary of Standard Modern Greek
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- ασθενής ο [asθenís] Ο22 θηλ. ασθενής [asθenís] Ο (βλ. Ε10) : (λόγ.) αυτός που πάσχει από κάποια ασθένεια· άρρωστος: Θάλαμος ασθενών. Ο γιατρός εξετάζει τους ασθενείς (του). (έκφρ.) κατά φαντασίαν* ~. ΦΡ η εγχείρηση* πέτυχε αλλά ο ~ απέθανε. ~ και οδοιπόρος*. ο μεγάλος ~, για κτ. που παρουσιάζει πολλές αδυναμίες: H οικονομία μας είναι ο μεγάλος ~.
[λόγ. < αρχ. επίθ. (και ουσιαστικοπ.) ἀσθενής· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- ασθενής -ής -ές [asθenís] Ε10 : 1.(λόγ., επίσ.) που πάσχει από κάποια ασθένεια· άρρωστος1. ANT υγιής1: Iατρική περίθαλψη για ασθενείς μαθητές. Ο αρμόδιος υπάλληλος απουσιάζει, γιατί είναι ~. || (ως ουσ.) ο ασθενής*. 2α. που δεν έχει τη δύναμη να αντιδράσει ή να επιβληθεί· αδύνατος. ANT ισχυρός, δυνατός: Είναι ~ χαρακτήρας. Έχει ασθενή κράση, ασθενική. Aγωνίστηκε όσο μπορούσε με τις ασθενείς του δυνάμεις. Tο ασθενές σημείο, το στοιχείο που κάνει κπ. ή κτ. τρωτό, δεκτικό κριτικής: Tο ασθενές σημείο του χαρακτήρα του είναι η έλλειψη ψυχραιμίας. (έκφρ.) ασθενές φύλο*. || (για λειτουργία του οργανισμού) μειωμένος: Έχει ασθενή όραση / ακοή / μνήμη. || (Οικονομικά) ~, που έχει πολύ περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες: Οι (οικονομικά) ασθενέστερες τάξεις, οι πιο φτωχές. β. (μετεωρ.) που έχει μικρή ένταση: Οι άνεμοι θα πνέουν ασθενείς έως μέτριοι. Aσθενείς βροχοπτώσεις / χιονοπτώσεις.
[λόγ. < αρχ. ἀσθενής]



