Dictionary of Standard Modern Greek
| 487 items total [61 - 70] | << First < Previous Next > Last >> |
- ασημής -ιά -ί [asimís] Ε8 & ασημί [asimí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του ασημιού: Ο ήλιος έδινε στη θάλασσα ασημιές ανταύγειες, ασημένιες. Mια σκιά ματιών ασημί. || (ως ουσ.) το ασημί, το ασημί χρώμα.
[ασήμ(ι) -ής· ασήμ(ι) -ί 4]
- ασήμι το [asími] Ο44 : πολύτιμο μέταλλο με λευκό χρώμα, που χρησιμοποιείται ευρύτατα στην κοσμηματοποιία· άργυρος: Σκεύη / κοσμήματα από ~. Σαν ~, για κτ. που είναι άσπρο και γυαλιστερό.
[μσν. ασήμι < ελνστ. ἀσήμι(ο)ν υποκορ. του ἄσημον `ασήμι΄ ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ἄσημος (δες λ., ενν. ἄργυρος) δηλ. ασήμι ασφράγιστο, που δεν έχει χτυπηθεί σε μορφή νομίσματος]
- ασημικό το [asimikó] Ο38 (συνήθ. πληθ.) : σκεύος ή διακοσμητικό αντικείμενο από ασήμι: Στο σπίτι της έχει πολλά ασημικά. Mου χάρισε ένα πολύ ωραίο ~. || (προφ., εν.) σύνολο από ασημένια αντικείμενα: Nα δεις τι ~ έχει!
[μσν. ασημικό < ασήμ(ι) -ικό, ουδ. του -ικός]
- ασημο- [asimo] & ασημό- [asimó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (κυρ. λογοτ., λαϊκότρ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· συνήθ. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. είναι κατασκευασμένο από άργυρο, από ασήμι: ~ζώναρο, ασημόκουμπο, ασημόκουπα, ~μάχαιρο. || ~κέντητος, ~στόλιστος, ~στολισμένος, κεντημένος, στολισμένος με ασήμι· (πρβ. χρυσο-). 2. λάμπει ή έχει ασημί χρώμα, ασημιές ανταύγειες: ~κοπώ, ~λογώ, ~ροδίζω. || με αναφορά στο φως του φεγγαριού: ~φέγγω. || με αναφορά στο ασήμι ή συχνότερα σε άλλο λευκό μέταλλο: ασημόσκονη· (πρβ. χρυσόσκονη)· ασημόχαρτο, ασημί χαρτόνι.
[ελνστ. ἀσημο- θ. του ουσ. ἀσήμ(ιον) -ο- ως α' συνθ.: ελνστ. ἀσημο-κλέπτης, μσν. ασημο-χρύσαφον `ασημένια και χρυσά σκεύη΄]
- ασημοκάντηλο το [asimokándilo] Ο41 : (λογοτ.) ασημένιο καντήλι.
[ασημο- + καντήλ(ι) -ο]
- ασημοκαπνισμένος -η -ο [asimokapnizménos] Ε3 : (λαϊκότρ.) επαργυρωμένος.
[ασημο- + καπνισμένος μππ. του καπνίζω]
- ασημοκέντητος -η -ο [asimokénditos] Ε5 : για κτ. που είναι κεντημένο με ασημένια κλωστή.
[ασημο- + κεντη- (κεντώ) -τος]
- άσημος -η -ο [ásimos] Ε5 : για κπ. ή για κτ. που, επειδή δεν είναι αξιόλογο(ς), είναι σχεδόν άγνωστο(ς). ANT διάσημος: Είναι ένας ~ δικηγόρος / καλλιτέχνης. Ένα άσημο χωριό που οι κάτοικοί του ζουν μακριά από τον κόσμο.
[λόγ. < αρχ. ἄσημος]
- ασημόσκονη η [asimóskoni] Ο32 : σκόνη από ασήμι ή από απομίμηση ασημιού, που χρησιμοποιείται στη διακοσμητική.
[ασημο- + σκόνη]
- ασημότητα η [asimótita] Ο28 : ANT διασημότητα. 1. η ιδιότητα του άσημου και η κατάσταση της μετριότητας και της αφάνειας, στην οποία ζει ο άσημος. 2. άνθρωπος άσημος.
[λόγ. < μσν. ασημότης < άσημ(ος) -ότης > -ότητα]



