Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ας
487 items total [481 - 487]
ασώπαστος -η -ο [asópastos] Ε5 : (λαϊκότρ.) 1. που συνεχώς μιλάει, που δε σωπαίνει καθόλου· φλύαρος, πολυλογάς: ~ άνθρωπος. 2. για ήχο συνεχή, παρατεταμένο, που δε σταματάει: ~ θρήνος / θόρυβος. Aσώπαστη κουβέντα. Aσώπαστο τραγούδι. ασώπαστα ΕΠIΡΡ: Tο μωρό κλαίει / τα πουλιά κελαηδούν ~.

[α- 1 σωπασ- (σωπαίνω) -τος]

άσωστος 1 -η -ο [ásostos] Ε5 : που δεν εξαντλείται, που δεν τελειώνει· ατελείωτος: Άσωστη πολυλογία. || Άσωστη θάλασσα.

[α- 1 σωσ- (σώνω) -τος]

άσωστος 2 -η -ο : που κανείς δεν μπορεί να τον σώσει, να τον γλιτώσει, να τον βοηθήσει, που δεν μπορεί να σωθεί.

[ελνστ. ἄσωστος]

ασωτεύω [asotévo] Ρ5.2α, Ρ5.1α : ζω άσωτη ζωή, σπαταλώ ασυλλόγιστα και διασκεδάζω χωρίς μέτρο και φραγμό: Έτσι που ασωτεύει, προκοπή δε θα κάνει. || Πού ασωτεύατε πάλι χθες βράδυ;

[ελνστ. ἀσωτεύω (αρχ. ἀσωτεύομαι)]

ασωτία η [asotía] Ο25 : η ιδιότητα του άσωτου ανθρώπου, αυτού που σπαταλά ασυλλόγιστα και διασκεδάζει χωρίς μέτρο και φραγμό. || (συνήθ. πληθ.) για ασυλλόγιστες σπατάλες και διασκεδάσεις: Ρήμαξε την πατρική περιουσία με τις ασωτίες του.

[λόγ. < αρχ. ἀσωτία]

άσωτος 1 -η -ο [ásotos] Ε5 : που σπαταλά ασυλλόγιστα και διασκεδάζει χωρίς μέτρο και φραγμό: ~ άνθρωπος. (έκφρ.) ~ υιός, για άνθρωπο που σπαταλά την πατρική περιουσία. || (ως ουσ.): H επιστροφή* του ασώτου. || Άσωτη ζωή / πράξη.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. ἄσωτος]

άσωτος 2 -η -ο : (προφ.) άσωστος 1: Άσωτη είναι η μέρα σήμερα. Ξόδεψε άσωτα χρήματα, πάρα πολλά. ~ ουρανός, απέραντος.

[αρχ. ἄσωτος]

< Previous   1... 45 46 47 48 [49]   Next >
Go to page:Go