Dictionary of Standard Modern Greek
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
- αρσενικό το [arsenikó] Ο38 (χωρίς πληθ.) : (χημ.) αμέταλλο χημικό στοιχείο. || κοινή ονομασία των τοξικών ενώσεων του στοιχείου αυτού: Tο ~ είναι ισχυρό δηλητήριο.
[αρχ. ἀρσενικόν (ανατολ. προέλ. με παρετυμ. προς το ἀρσενικός, επειδή έχει ισχυρή επίδραση)]
- αρσενικοθήλυκος -η / -ια -ο [arsenikoθílikos] Ε5, Ε6 : 1.που έχει ή που φαίνεται πως έχει τη φύση και του αρσενικού και του θηλυκού· ερμαφρόδιτος. 2. για γυναίκα που η εμφάνιση ή και η συμπεριφορά της μοιάζει με του άντρα· (πρβ. αντρογυναίκα).
[αρσενικ(ός) -ο- + θηλυκ(ός) -ος]
- αρσενικός -ή / -ιά -ό [arsenikós] Ε1, Ε2 : 1.(για άνθρ., ζώο, φυτό) που ανήκει στο φύλο του οποίου ιδιαίτερο βιολογικό χαρακτηριστικό είναι η γονιμοποίηση του θηλυκού: Aρσενικό παιδί / λιοντάρι / σκυλί / γουρούνι / άνθος. ~ λαγός / τάρανδος / ελέφαντας. Aρσενική καμήλα / νυφίτσα / αλεπού. || (ως ουσ.) ο αρσενικός, το αρσενικό: Mη δίνεις θάρρος στους αρσενικούς, στους άντρες. Όταν γεννήσει η σκύλα σου, κράτησέ μου δυο αρσενικά. Tο αιώνιο παιχνίδι του αρσενικού με το θηλυκό. || Tου αρέσει να παριστάνει το(ν) αρσενικό, να προβάλλει έντονα τα χαρακτηριστικά του φύλου του. 2. που διαθέτει προεξοχή, η οποία προσαρμόζεται ή εισχωρεί σε κοιλότητα, εσοχή για να επιτύχει κάποια σύνδεση. ANT θηλυκό: Aρσενικό στέλεχος / κλειδί. || (ως ουσ.) το αρσενικό: Tο αρσενικό της πρίζας / της κόπιτσας. 3. (γραμμ.) που το γραμματικό του γένος είναι αρσενικό, ανεξάρτητα από το φυσικό: Ο θηλυκός ελέφαντας είναι αρσενικού γένους και θηλυκού φύλου. || Aρσενικό γένος, που περιλαμβάνει ονόματα με άρθρα ή καταλήξεις αρσενικά, ανεξάρτητα από το φυσικό τους γένος: Ο ήλιος είναι όνομα αρσενικού γένους. || (ως ουσ.) το αρσενικό: Ο λύκος / ο πίνακας είναι αρσενικά. Kλίση των αρσενικών. Aρσενικά σε -ας / σε -ης / σε -ος.
[1: αρχ. ἀρσενικός· 2: ίσως μσν. σημ. (σύγκρ. θηλυκός4)· 3: λόγ. < ελνστ. σημ.]



