Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απ
1,201 items total [1121 - 1130]
απροεξόφλητος -η -ο [aproeksóflitos] Ε5 : για κτ. που δεν είναι προεξοφλημένο, που δεν το έχουν εξοφλήσει πριν από την καθορισμένη ημερομηνία: ~ τόκος. Aπροεξόφλητο γραμμάτιο.

[λόγ. α- 1 προεξοφλη- (προεξοφλώ) -τος]

απροετοίμαστος -η -ο [aproetímastos] Ε5 : ANT προετοιμασμένος. α. για κτ. που δεν το έχουν προετοιμάσει καθόλου ή δεν το έχουν προετοιμάσει καλά, που δεν το έχουν οργανώσει έγκαιρα και κατάλληλα: H επιχείρηση / η επίθεση απέτυχε, γιατί ήταν τελείως απροετοίμαστη. || ανέτοιμος: H χώρα μας βρέθηκε απροετοίμαστη να δεχτεί τόσους τουρίστες. Ο στρατός εξοπλίζεται για να μη βρεθεί ~ σε περίπτωση πολέμου. β. για κπ. που δεν έχει προετοιμαστεί καθόλου ή σωστά, που δεν έχει κάνει τις απαραίτητες ενέργειες, που δεν έχει πάρει τα κατάλληλα μέτρα, για να αντιμετωπίσει μια κατάσταση: Ο σεισμός μάς βρήκε απροετοίμαστους, ανέτοιμους. H ερώτησή σου με βρίσκει απροετοίμαστο και δεν μπορώ να απαντήσω. Πήγε στο σχολείο / στις εξετάσεις ~, αδιάβαστος. || που δεν έχει την κατάλληλη ψυχική προετοιμασία ή τα ψυχικά εφόδια, για να αντιμετωπίσει μια δύσκολη κατάσταση: Πρέπει να ξέρει την κατάσταση της υγείας του, ώστε να μη βρεθεί ~. Ο λαός ήταν ~ να δεχτεί τη διάψευση των ελπίδων του.

[λόγ. α- 1 προετοιμασ- (προετοιμάζω) -τος]

απρόθεσμος -η -ο [apróθezmos] Ε5 : (κυρ. οικον.) για κτ. στο οποίο δεν έχει τεθεί προθεσμία: Aπρόθεσμη κατάθεση, κατάθεση όψεως. ANT προθεσμιακή.

[λόγ. < ελνστ. ἀπρόθεσμος]

απρόθετος -η -ο [apróθetos] Ε5 : (γραμμ.) που δεν τον συνοδεύει πρόθεση 2. ANT εμπρόθετος 1. απρόθετα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. α- 1 πρόθε(σις) 2 -τος]

απροθυμία η [aproθimía] Ο25α : η έλλειψη ζήλου, διάθεσης να αναλάβει κάποιος μια δραστηριότητα. ANT προθυμία: Έδειξε μεγάλη ~ να βοηθήσει.

[λόγ. < ελνστ. ή μσν. ἀπροθυμία < ἀπρόθυμ(ος) -ία]

απρόθυμος -η -ο [apróθimos] Ε5 : ANT πρόθυμος. 1. (για πρόσ.) που δε δείχνει διάθεση, ζήλο, ετοιμότητα να κάνει κτ., εξαιτίας της αδιαφορίας του ή των δισταγμών του: H κυβέρνηση φαίνεται απρόθυμη να δώσει αυξήσεις. Είναι ~ να συμμετάσχει στην οργάνωσή μας. 2. για κτ. που γίνεται χωρίς προθυμία: Aπρόθυμη εξυπηρέτηση. απρόθυμα ΕΠIΡΡ: Mε δέχτηκε πολύ ~. Έδωσε ~ την υπόσχεσή του.

[λόγ. < αρχ. ἀπρόθυμος]

απροίκιστος -η -ο [apríkistos] Ε5 : 1.για γυναίκα που δεν την προίκισαν, που δεν της έδωσαν προίκα: Άφησε τα κορίτσια του απροίκιστα. || (ειρ. ή πειραχτικά) για άντρα που παντρεύτηκε ή που πρόκειται να παντρευτεί, χωρίς να διαθέτει κάποια περιουσία από γονική παροχή. 2. που δεν είναι προικισμένος με κάποιο φυσικό χάρισμα.

[α- 1 προικισ- (προικίζω) -τος]

άπροικος -η -ο [áprikos] Ε5 : για γυναίκα που δεν έχει προίκα: Aν και άπροικη, καλοπαντρεύτηκε. Tην πήρε άπροικη.

[αρχ. ἄπροικος]

απροκάλυπτος -η -ο [aprokáliptos] Ε5 : για κτ. που γίνεται ή που λέγεται χωρίς προσχήματα, χωρίς προσπάθεια να το συγκαλύψουν: Δέχτηκε την απροκάλυπτη επίθεση των πολιτικών του αντιπάλων. απροκάλυπτα ΕΠIΡΡ: Δήλωσε ~ ότι θα ενεργήσει σύμφωνα με το προσωπικό του συμφέρον, ανοιχτά, καθαρά. Οι ενέργειές του είναι ~ εχθρικές.

[λόγ. επίθ. < αρχ. επίρρ. ἀπροκαλύπτ(ως) -ος (αναδρ. σχημ.)]

απροκατάληπτος -η -ο [aprokatáliptos] Ε5 : που δεν είναι προκατειλημμένος, που ενεργεί ή που κρίνει χωρίς προκατάληψη: ~ κριτής / συζητητής. απροκατάληπτα ΕΠIΡΡ: Aντιμετωπίζει / κρίνει ~ το ζήτημα.

[λόγ. α- 1 προκαταληπ- (προκατάληψις) -τος μτφρδ. αγγλ. unprejudiced]

< Previous   1... 111 112 [113] 114 115 ...121   Next >
Go to page:Go