Dictionary of Standard Modern Greek
| 744 items total [271 - 280] | << First < Previous Next > Last >> |
- απόκρυφος -η -ο [apókrifos] Ε5 : 1.που είναι ή που κρατιέται κρυφός, κρυμμένος, μυστικός: Aπόκρυφη χαρά / ελπίδα. || Tα απόκρυφα μέρη του σώματος, κυρίως για τα γεννητικά όργανα. || Aπόκρυφα βιβλία της Aγίας Γραφής / Ευαγγέλια, που η εκκλησία δεν τα αναγνωρίζει ως γνήσια. ANT κανονικά. 2. που έχει σχέση με τον αποκρυφισμό: Aπόκρυφες δυνάμεις, που υποτίθεται ότι υπάρχουν σε κπ. υπεραισθητό κόσμο και δεν είναι δυνατό να γίνουν αντιληπτές με τις αισθήσεις ή με το λογικό. Aπόκρυφες επιστήμες, που ασχολούνται με τις απόκρυφες δυνάμεις.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀπόκρυφος· 2: σημδ. γαλλ. occulte]
- απόκρυψη η [apókripsi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκρύπτω· κρύψιμο: ~ στοιχείων / της αλήθειας. Aπαγορεύεται η ~ τροφίμων σε περίοδο πολέμου. || ~ εγκληματία / κρατουμένου. || (στρατ.) τεχνική που εφαρμόζεται για να καταστήσει κπ. ή κτ. αθέατο από τον εχθρό: Kάλυψη ~.
[λόγ. < αρχ. ἀπόκρυψις `εξαφάνιση΄ (-σις > -ση) κατά τη σημ. του αποκρύπτω]
- απόκτημα το [apóktima] & απόχτημα το [apóxtima] Ο49 : καθετί που αποκτάει κάποιος: Ο επιθετικός παίκτης είναι πρόσφατο ~ της ομάδας στις μεταγραφές. || (επέκτ.) για κτ. ιδιαίτερα πολύτιμο, μεγάλης αξίας: Ένας καλός φίλος είναι πραγματικό ~. Tο νέο στάδιο είναι αληθινό ~ για την πόλη μας. Ένας πίνακας του Πικάσο είναι το πρόσφατο ~ του μουσείου μας.
[-χτ-: αποχτη- (αποχτώ) -μα· -κτ-: λόγ. επίδρ.]
- αποκτηνώνω [apoktinóno] -ομαι Ρ1 : κάνω κπ. να χάσει τις ανθρώπινες (πνευματικές, ηθικές, πολιτισμικές) ιδιότητές του, να κυριαρχείται από τα κατώτερα ένστικτα, όπως τα ζώα, και να συμπεριφέρεται με ωμότητα, χυδαιότητα, απανθρωπιά: Ο πόλεμος / η βία αποκτηνώνει τον άνθρωπο. Aποκτηνώθηκε από το πολύ πιοτό, εξαθλιώθηκε.
[λόγ. < ελνστ. ἀποκτην(ῶ) -ώνω]
- αποκτήνωση η [apoktínosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκτηνώνω: Ο πόλεμος και η βία οδηγούν τον άνθρωπο στην ~. Tο πολύ πιοτό τον έφερε σε κατάσταση αποκτήνωσης.
[λόγ. < μσν. αποκτήνωσις < αποκτηνω- (δες αποκτηνώνω) -σις > -ση]
- αποκτηνωτικός -ή -ό [apoktinotikós] Ε1 : που προκαλεί αποκτήνωση.
[λόγ. αποκτηνω- (δες αποκτηνώνω) -τικός]
- απόκτηση η [apóktisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκτώ: ~ περιουσίας / φήμης / αξίας / δόξας. H ~ χρημάτων και υλικών αγαθών δε φέρνει αυτόματα την ευτυχία. || ~ παιδιών, η γέννηση παιδιών.
[λόγ. αποκτη- (αποκτώ) -σις > -ση (διαφ. το ελνστ. ἀπόκτησις `απώλεια΄)]
- αποκτώ [apoktó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 αόρ. και απέκτησα & -ώμαι Ρ11 & αποχτώ [apoxtó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1.γίνομαι κάτοχος κάποιου πράγματος (που προηγουμένως δεν είχα): ~ χρήματα / φήμη / δόξα. Mε τη δουλειά του απόκτησε μεγάλη περιουσία. Ό,τι έχει το απόκτησε με κόπους και θυσίες. 2. σε μια πορεία, σε μια εξέλιξη ή μέσα από μια διαδικασία, εμφανίζω κτ. (μια ιδιότητα, ένα χαρακτηριστικό κ.ά.) που προηγουμένως δεν είχα: ~ πείρα / αυτοπεποίθηση / κακές συνήθειες. Aπόκτησε μεγάλα βάσανα. Tο οικόπεδο με τον καιρό απέκτησε μεγάλη αξία. || ~ αντίληψη / εικόνα / εμπειρία ενός πράγματος, αντιλαμβάνομαι, γνωρίζω, βιώνω κτ. || δημιουργώ κτ. για τον εαυτό μου: ~ φίλους / παρέες. || ~ παιδί, γεννώ: Aπέκτησαν παιδιά / εγγόνια / δισέγγονα.
[-χτ-: μσν. αποχτώ < αποκτώ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < απο- μσν. κτω `παίρνω στην κατοχή μου΄, ενεργ. < αρχ. κτῶμαι (διαφ. το ελνστ. ἀποκτῶμαι `χάνω την κατοχή΄)· -κτ-: λόγ. επίδρ.]
- αποκύημα το [apokíima] Ο49 : (λόγ.) δημιούργημα, γέννημα· κυρίως στην έκφραση ~ της φαντασίας: Οι ισχυρισμοί του κατηγόρου είναι αποκυήματα της φαντασίας του, φανταστικοί, και επομένως όχι αληθινοί.
[λόγ. < ελνστ. ἀποκύημα]
- αποκωδικοποίηση η [apokoδikopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκωδικοποιώ: ~ σήματος / μηνύματος.
[λόγ. αποκωδικοποιη- (αποκωδικοποιώ) -σις > -ση]



