Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόσβεση
1 εγγραφή
απόσβεση η [apózvesi] Ο33 : 1.(οικον.) α. αποπληρωμή ενός χρέους. β. μεταφορά της αξίας των πάγιων κεφαλαίων (π.χ. μηχανημάτων, εγκαταστάσεων κτλ.), που φθείρονται εξαιτίας της παραγωγικής διαδικασίας ή του χρόνου, στα προϊόντα ή στις υπηρεσίες που παράγονται ή που προσφέρονται με αυτά. 2. (φυσ.) ~ ταλαντώσεων / ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, εξασθένιση ή εξουδετέρωσή τους που οφείλεται σε απώλειες ενέργειας.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀπόσβε(σις) `σβήσιμο΄ -ση & σημδ. γαλλ. extinction· 2: σημδ. γαλλ. amortissement]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες