Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- απόκοτος -η -ο [apókotos] Ε5 : (λογοτ., λαϊκότρ.) υπερβολικά τολμηρός, παράτολμος, ριψοκίνδυνος. || απερίσκεπτος.
απόκοτα ΕΠIΡΡ. [μσν. απόκοτος < απο- κόττ(ος) `ζάρι΄ -ος “που ρισκάρει εύκολα” (< αρχ. θ. κοτ- `κεφάλι΄;) (ορθογρ. απλοπ.)]



