Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απονενοημένος
1 item total
απονενοημένος -η -ο [aponenoiménos] Ε3 : κυρίως στη λόγια έκφραση απονενοημένο διάβημα, η αυτοκτονία: H συνεχείς αποτυχίες τον οδήγησαν σε αυτό το απονενοημένο διάβημα.

[λόγ. < ελνστ. ἀπονενοημένος `απελπισμένος΄ μππ. του αρχ. ἀπονοοῦμαι `είμαι σε απόγνωση΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go