Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- απονενοημένος -η -ο [aponenoiménos] Ε3 : κυρίως στη λόγια έκφραση απονενοημένο διάβημα, η αυτοκτονία: H συνεχείς αποτυχίες τον οδήγησαν σε αυτό το απονενοημένο διάβημα.
[λόγ. < ελνστ. ἀπονενοημένος `απελπισμένος΄ μππ. του αρχ. ἀπονοοῦμαι `είμαι σε απόγνωση΄]



