Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- απολείπω [apolípo] Ρ αόρ. απόλειψα, απαρέμφ. απολείψει : (προφ., συνήθ. στο γ' πρόσ. με άρνηση) για κτ. που υπάρχει συνεχώς: Δεν απολείπουν τα βάσανα.
[αρχ. ἀπολείπω `αφήνω πίσω μου΄]



