Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απληστία
1 item total
απληστία η [aplistía] Ο25 : η ιδιότητα του άπληστου· η έντονη, ζωηρή, ακόρεστη επιθυμία για κτ.: ~ των αισθήσεων. Έπεσε θύμα της οικονομικής απληστίας. Έτρωγε με ~, με βουλιμία. || Διάβαζε με ~ το γράμμα του, με μεγάλη λαχτάρα.

[λόγ. < αρχ. ἀπληστία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go