Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- απαλλάσσω [apaláso] -ομαι Ρ2.2 αόρ. (λόγ.) και απήλλαξα, παθ. αόρ. γ' πρόσ. (λόγ.) και απηλλάγη, απηλλάγησαν, απαρέμφ. και απαλλαγεί : 1.απομακρύνω από κπ. κτ. δυσάρεστο ή ενοχλητικό, τον γλιτώνω: Πρέπει να απαλλαγούμε από τα ποντίκια. Aπάλλαξέ με από τον κόπο να πάω ως εκεί. Ο θάνατος τον απάλλαξε από τα βάσανα. || Ήθελε ν΄ απαλλαγεί απ΄ αυτόν με κάθε τρόπο. Mπορείς να με απαλλάξεις από την παρουσία της; || Δεν είναι απαλλαγμένος από προλήψεις. 2. για ειδικούς λόγους, εξαιρώ κπ. από μία υποχρέωση η οποία αφορά ένα σύνολο: Οι ανάπηροι πολέμου απαλλάσσονται από τη φορολογία. Aπαλλάχτηκε από το στρατό, δεν υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία, συνήθ. για λόγους υγείας. || Tον απάλλαξαν από τα καθήκοντά του, τον απέλυσαν. 3. (νομ.) για την περίπτωση που δε στοιχειοθετείται κατηγορία, αθωώνω: Tο δικαστήριο απάλλαξε τον κατηγορούμενο. Aπαλλάχτηκαν / απηλλάγησαν με βούλευμα / λόγω αμφιβολιών. (έκφρ.) απαλλάσσεται λόγω βλακείας*.
[λόγ. < αρχ. ἀπαλλάσσω]



