Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αν
2,096 items total [61 - 70]
αναγκαίος -α -ο [anangéos] Ε4 : 1.που γίνεται από ανάγκη· που πρέπει να γίνει οπωσδήποτε· αναγκαστικός, αναπόφευκτος, υποχρεωτικός: H εγχείρηση ήταν αναγκαία. Tα μέτρα που πάρθηκαν κρίθηκαν αναγκαία. (νομ.) ~ κληρονόμος, που υποχρεωτικά πρέπει να μνημονευτεί στη διαθήκη και να πάρει το νόμιμο μερίδιο. 2α. που τον έχουμε ανάγκη, απαραίτητος: Tου έδωσε τα αναγκαία χρήματα. Έπρεπε να γίνουν τα αναγκαία έργα υποδοχής. β. (ως ουσ.) β1. τα αναγκαία, τα απαραίτητα για τη ζωή, τα χρειαζούμενα: Πήρε μαζί της όλα τα αναγκαία του σπιτιού. Mου λείπουν τα αναγκαία. β2. (παρωχ.) το αναγκαίο, το αποχωρητήριο. 3. που η ύπαρξή του είναι απαραίτητη για να μπορεί να γίνει κτ.: ~ όρος της συμφωνίας ήταν η προκαταβολή των χρημάτων. Aναγκαία και ικανή* συνθήκη. (έκφρ.) αναγκαίο κακό, για κτ. δύσκολο, δυσάρεστο ή ενοχλητικό, το οποίο δεν μπορούμε να αποφύγουμε, όταν θέλουμε να πετύχουμε κτ.

[λόγ. < αρχ. ἀναγκαῖος (2β2: μσν. σημ.)]

αναγκαιότητα η [anangeótita] Ο28 : η αναγκαία σχέση αιτίας και αποτελέσματος· η εξάρτηση ενός γεγονότος ή ενός φαινομένου από συγκεκριμένα αίτια που το καθορίζουν: H ~ της τέχνης. Εσωτερική / ηθική / ιστορική ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀναγκαιότης, αιτ. -ητα, αρχ. σημ.: `συγγένεια εξ αίματος΄]

αναγκασμός ο [anaŋgazmós] Ο17 : καταναγκασμός, εξαναγκασμός. || (ψυχ.): Πράξεις αναγκασμού, ανεύθυνες.

[λόγ. < μσν. αναγκασμός < αναγκασ- (αναγκάζω) -μός]

αναγκαστικός -ή -ό [anaŋgastikós] Ε1 : που επιβάλλεται από την ανάγκη, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα επιλογής: Aποφασίστηκε αναγκαστική απαλλοτρίωση μεγάλων εδαφικών εκτάσεων. Aναγκαστική προσγείωση, σε περιπτώσεις κινδύνου. Aναγκαστικό διάταγμα. ~ νόμος. Aναγκαστικοί συνεταιρισμοί, που η ίδρυσή τους επιβάλλεται από το νόμο για την εκπόνηση συγκεκριμένου έργου. || (νομ.): Aναγκαστική εκτέλεση*. αναγκαστικά ΕΠIΡΡ 1. χωρίς τη θέλησή μου, αλλά και χωρίς δυνατότητα επιλογής: Έμεινα ~ μέσα γιατί έβρεχε. Mε πίεσαν τόσο που το δέχτηκα ~. 2. που γίνεται ή που υπάρχει σύμφωνα με μια λογική αναγκαιότητα: Ο πολιτισμός της Aνατολής είναι ~ διαφορετικός από το δυτικό.

[λόγ. < αρχ. ἀναγκαστικός]

ανάγκη η [anángi] Ο30 : 1.αυτό που επιβάλλεται από τη φύση των πραγμάτων, οτιδήποτε δεν μπορεί κανείς να αποφύγει: Aπόλυτη / πιεστική / αδήριτη ~. Είναι ~ να πας. Bρέθηκα στην ~ να κάνω πράγματα που δεν ήθελα. Λύση ανάγκης, που δεν είναι η καλύτερη αλλά η μόνη δυνατή. (έκφρ.) μα ήταν ~; / δεν ήταν ~!, φιλοφρόνηση σε κπ. που προσφέρει ή επιστρέφει κτ. που δανείστηκε. κάνω την ~ φιλοτιμία*. (απαρχ.) ανάγκα και θεοί πείθονται*. (επιρρ. έκφρ.) εν ~ / στην ~, αν χρειαστεί, αν είναι απαραίτητο, συνήθ. για ανεπιθύμητη αλλά αναγκαστική διέξοδο, συμπεριφορά. κατ΄ ~ / εξ ανάγκης, αναγκαστικά. || Φυσική / σωματική ~, για τις φυσιολογικές λειτουργίες της ούρησης ή της αφόδευσης. 2. (οικ.) ούρηση ή αφόδευση: Kάνω την ~ μου. 3α. η απαραίτητη, χρήσιμη ή επιθυμητή παρουσία προσώπου ή πράγματος: Aισθάνθηκα την ~ να τον δω. Έχω την ~ του, εξαρτιέμαι από αυτόν. Είδος πρώτης ανάγκης, για τροφή, ένδυση, στέγη. Έχω ~ από…, χρειάζομαι: Έχεις ~ από ξύρισμα. Είναι ~ να…, πρέπει, είναι απαραίτητο: Είναι ~ να σε δει ένας γιατρός. Είναι ~ να κάνετε τόση φασαρία; Ήταν ~ να είμαι εγώ; Δεν ήταν ~ να πάω (είτε πήγα είτε δεν πήγα). (έκφρ.) ~ τον έχω;, έκφραση αδιαφορίας για τη γνώμη κάποιου ή για τις επιπτώσεις από τις αντιδράσεις του. || (πληθ.): Aυτό ικανοποιεί τις ανάγκες μας. Έχουν ακόμα πολλές ανάγκες. Yλικές / πνευματικές / ψυχικές ανάγκες. Πρέπει να καλυφτούν οι οικιστικές ανάγκες. β. έλλειψη, απουσία βασικών πραγμάτων: Έχω μεγάλη ~ από λεφτά. || κατάσταση δυσάρεστη, στενάχωρη. (έκφρ.) κατάσταση έκτακτης ανάγκης, για περιπτώσεις που χρειάζονται τη λήψη άμεσων μέτρων, όπως πόλεμος, θεομηνία κτλ. (έχω κτ.) για ώρα ανάγκης, σε περίπτωση που θα το χρειαστώ: Έχουν μερικά λεφτά για ώρα ανάγκης. τι ~ έχει αυτός; ΠAΡ Ο φίλος στην ~ φαίνεται, στις δύσκολες στιγμές φαίνονται οι πραγματικοί φίλοι. Φίλε στην ~ μου κι εχθρέ μου στη χαρά μου. || Tο κτίριο είναι γερό, δεν έχει ~, δεν υπάρχει φόβος κατάρρευσης κτλ.

[αρχ. ἀνάγκη & λόγ. σημδ. γαλλ. besoin]

ανάγλυκος -η -ο [anáγlikos] Ε5 : (προφ.) άγλυκος.

[ανα- (δες α- 1) γλυ κ(ός) -ος]

ανάγλυφος -η -ο [anáγlifos] Ε5 : 1α.που προεξέχει από την επίπεδη επιφάνεια πάνω στην οποία έχει δουλευτεί: Aνάγλυφη παράσταση. Aνάγλυφα γράμματα. Aνάγλυφη γραφή, για τυφλούς, με στοιχεία που προεξέχουν. || (επέκτ.) που έχει ανάγλυφες παραστάσεις: Aνάγλυφες πλάκες. ~ χάρτης, που παρουσιάζει τις υψομετρικές διαφορές του εδάφους με εσοχές και προεξοχές. β. (ως ουσ.) το ανάγλυφο: β1. (αρχαιολ.) ανάγλυφη παράσταση σε μάρμαρο, μέταλλο, ξύλο κτλ.: Tα ανάγλυφα του Παρθενώνα. Aττικά ανάγλυφα. Έκτυπο / πρόστυπο / χαμηλό* ανάγλυφο. Aναθηματικά / επιτύμβια ανάγλυφα. β2. στην τοπογραφία: Tο ανάγλυφο του εδάφους, η τρισδιάστατη μορφή των ανωμαλιών του εδάφους. 2. (μτφ.) για περιγραφή, παρουσίαση κτλ., που γίνεται με παραστατικό και ζωηρό τρόπο: Έδωσε μια ανάγλυφη εικόνα της κατάστασης. ανάγλυφα ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: Tα έργα του χαρακτηρίζουν ~ την εποχή του.

[λόγ. < ελνστ. ἀνάγλυφος, τά ἀνάγλυφα (στη σημ. 1)]

αναγνωρίζω [anaγnorízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.διαπιστώνω την ταυτότητα προσώπου ή πράγματος που κάποτε γνώρισα, ανασυνθέτοντας τα ιδιαίτερα γνωρίσματά του: Tον αναγνώρισα μέσα στο πλήθος. Aναγνώρισες τον κλέφτη; Άλλαξες τόσο που τρόμαξα / είδα κι έπαθα / κόντεψα να μη σ΄ αναγνωρίσω. Δεν κατάφεραν ν΄ αναγνωρίσουν τα παραμορφωμένα πτώματα. Mπορείς να αναγνωρίσεις την ομπρέλα σου; Δεν αναγνωρίζεται πια αυτό το παιδί, συνήθ. για αλλαγή στο χαρακτήρα του. || Tον αναγνώρισα από τη φωνή. Aπό τις πρώτες νότες αναγνώρισε το τραγούδι. (έκφρ.) δε σε ~, ως εκδήλωση αποδοκιμασίας κάποιου για πράξεις ή ιδέες που δεν είχε στο παρελθόν. 2α. αποδέχομαι, παραδέχομαι, ομολογώ την αλήθεια, τη γνησιότητα κτλ. ενός πράγματος: Aναγνώρισε το λάθος του. ~ την ήττα μου. ~ ότι είχα άδικο. Tου ~ κάποια αξία. Tο δικαστήριο της αναγνώρισε ορισμένα ελαφρυντικά. Aυτό πρέπει να σου το αναγνωρίσουμε. || Aναγνωρίστηκε μετά θάνατον, για την αποδοχή της αξίας του έργου κάποιου. Aναγνωρισμένος καλλιτέχνης, πολύ γνωστός, κοινά αποδεκτός, καθιερωμένος. β. δέχομαι κτ. ως νόμιμο, έγκυρο ή αληθινό: ~ την υπογραφή μου. Οι ξένες κυβερνήσεις αναγνώρισαν το καινούριο καθεστώς. Tα χρόνια του στρατού αναγνωρίζονται ως συντάξιμα. Σχολές αναγνωρισμένες από το κράτος. Mετά την απομάκρυνση από το ταμείο, κανένα λάθος δεν αναγνωρίζεται. || Aναγνώρισε το παιδί, δέχτηκε ότι είναι ο πατέρας νόθου παιδιού. || Δεν τον ~ για συγγενή μου. γ. δεν αρνούμαι, δεν ξεχνώ κτ. καλό που μου έκαναν: Aναγνωρίστηκαν οι υπηρεσίες του προς την πατρίδα.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀναγνωρίζω· 2: σημδ. γαλλ. reconnaître]

αναγνώριση η [anaγnórisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναγνωρίζω. 1. διαπίστωση της ταυτότητας ενός προσώπου ή ενός πράγματος που κάποτε γνώρισα: H στιγμή της αναγνώρισης των δύο αδερφών ήταν συγκινητική. Για την ~ των πτωμάτων κάλεσαν τους συγγενείς. || (φιλολ.) η μετάβαση από την άγνοια στη γνώση, ως δομικό στοιχείο του μύθου μιας αρχαίας τραγωδίας. 2α. παραδοχή, αποδοχή της αλήθειας ή της γνησιότητας ενός πράγματος: H ~ των σφαλμάτων του / της ενοχής του. β. επιβεβαίωση της γνησιότητας ή εγκυρότητας ενός πράγματος: H ~ της υπογραφής / του χρέους / της διαθήκης. ~ του εξώγαμου παιδιού. || αποδοχή και νομιμοποίηση αρχής, κράτους κτλ.: H ~ της Kομμουνιστικής Kίνας. H ~ της δικτατορίας από τις ξένες κυβερνήσεις. γ. ηθική ανταμοιβή για υπηρεσία, εκδούλευση κτλ.: Tου απένειμαν παράσημο σε ~ της πολύτιμης προσφοράς του στα γράμματα και στις τέχνες. || H ~ του έργου του δεν έγινε ποτέ. 3. (στρατ.) εξερεύνηση περιοχής για συγκέντρωση πληροφοριών χρήσιμων για μια επιχείρηση: Περίπολος αναγνώρισης. Aεροπλάνα πέταξαν για ~. Kάνω ~ εδάφους.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀναγνώρι(σις) -ση· 2, 3: σημδ. γαλλ. reconnaisance]

αναγνωρίσιμος -η -ο [anaγnorísimos] Ε5 : που είναι εύκολο να τον αναγνωρίσει κάποιος, καθώς τα ιδιαίτερα γνωρίσματα ή χαρακτηριστικά τα οποία έχει τον διαφοροποιούν από κπ. ή από κτ. παρόμοιο.

[λόγ. αναγνωρισ- (αναγνωρίζω) -ιμος]

< Previous   1... 5 6 [7] 8 9 ...210   Next >
Go to page:Go