Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ανώφελος -η -ο [anófelos] Ε5 : που δε φέρνει αποτέλεσμα, που δεν ωφελεί σε τίποτε· μάταιος, άσκοπος: Όταν κατάλαβαν ότι κάθε προσπάθεια ήταν ανώφελη, παραδόθηκαν. Tα λόγια είναι ανώφελα, όταν δε συνοδεύ ονται από πράξεις. Είναι ανώφελο να επιμένεις, γιατί δε θα με μεταπείσεις.
ανώφελα ΕΠIΡΡ: ~ θυσίασα τόσα χρόνια. [μσν. ανώφελος < αν- (δες α- 1) όφελ(ος) -ος ή αρχ. ἀνωφελ(ής) μεταπλ. -ος και μετακ. τόνου κατά τα επίθ. με στερ. α- 1]



