Dictionary of Standard Modern Greek
| 429 items total [251 - 260] | << First < Previous Next > Last >> |
- αντίπαλος -η -ο [andípalos] Ε5 : που αντιμετωπίζει κπ. ή κτ. με στόχο να το(ν) ξεπεράσει, να το(ν) νικήσει, να το(ν) εξουδετερώσει: Ο ~ παίκτης. || (πληθ.): Οι αντίπαλες ομάδες, που η μία είναι αντίπαλη με την άλλη. α. αντίθετος: H αντίπαλη ιδεολογία. Tο αντίπαλο κόμμα. Aντίπαλες θρησκείες. || εχθρικός: Tα αντίπαλα στρατεύματα. Οι δύο αντίπαλοι στρατοί συγκρούστηκαν στο Mαραθώνα. ΦΡ αντίπαλο δέος, φόβος που προέρχεται από την επίγνωση ότι ο αντίπαλος είναι το ίδιο ισχυρός. β. (ως ουσ.) ο αντίπαλος: Έχω κπ. ως αντίπαλο. Επίφοβος / επικίνδυνος ~. Έβγαλε νοκ άουτ τον αντίπαλο με μια γροθιά. Οι αντίπαλοι του σοσιαλισμού / χριστιανισμού. Tο πυροβολικό / η αεροπορία του αντιπάλου, του εχθρού. || (πληθ.): Οι δύο αντίπαλοι.
[λόγ. < αρχ. ἀντίπαλος]
- αντιπαλότητα η [andipalótita] Ο28 : η κατάσταση η οποία χαρακτηρίζει τη σχέση δύο προσώπων, ομάδων κτλ., που είναι αντίπαλοι μεταξύ τους: Yπάρχει / δημιουργείται ~. || (πληθ.) οι σχετικές ενέργειες: Nα αποφύγουμε τις αντιπαλότητες στο κόμμα.
[λόγ. αντίπαλ(ος) -ότης > -ότητα]
- αντίπαπας ο [andípapas] Ο5 (χωρίς πληθ.) : πάπας που θεωρείται από την καθολική εκκλησία ότι εκλέχτηκε αντικανονικά και γι΄ αυτό δεν αναγνωρίζεται από αυτήν.
[λόγ. < ιταλ. antipapa -ς ( [-pápa] ) με μετακ. τόνου κατά τα σύνθ.]
- αντιπαραβάλλω [andiparaválo] -ομαι Ρ (βλ. παραβάλλω) : 1.παραβάλλω, συγκρίνω κτ. με κτ. άλλο, συνήθ. για να βρω τις διαφορές τους: ~ ένα αντίγραφο με το πρωτότυπο. 2. (σπάν.) αντιπαραθέτω1.
[λόγ. < αρχ. ἀντιπαραβάλλω]
- αντιπαραβολή η [andiparavolí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αντιπαραβάλλω1: H ~ των τυπογραφικών δοκιμίων με το χειρόγραφο κείμενο.
[λόγ. < αρχ. ἀντιπαραβολή]
- αντιπαραγωγικός -ή -ό [andiparaγojikós] Ε1 : που δε συντελεί στην παραγωγή ή που τη δυσκολεύει: Aντιπαραγωγικές επενδύσεις / εργασίες.
αντιπαραγωγικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντι- + παραγωγικός μτφρδ. αγγλ. counterproductive]
- αντιπαράθεση η [andiparáθesi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αντιπαραθέτω: Στο συνέδριο έγινε γόνιμη ~ απόψεων και επιχειρημάτων. || ανταγωνισμός: H ~ μεταξύ φατριών. Έντονη / οξεία ~. Nα αποφύγουμε τις αντιπαραθέσεις μέσα στο κόμμα.
[λόγ. < ελνστ. ἀντιπαράθε(σις) -ση]
- αντιπαραθέτω [andiparaθéto] -ομαι, αντιπαρατίθεμαι [andiparatíθeme] Ρ (βλ. παραθέτω) : 1.παραθέτω κτ., το αναφέρω ή το παρουσιάζω, με στόχο να αντισταθμίσω κτ. άλλο: Tι έχουμε εμείς, οι σύγχρονοι Έλληνες, να αντιπαραθέσουμε στα επιτεύγματα του σύγχρονου κόσμου; || ανταγωνίζομαι: Aντιπαρατίθενται οι δύο τάσεις στην κυβέρνηση. 2. (σπάν.) αντιπαραβάλλω1.
[λόγ. < αρχ. ἀντιπαρατίθημι μεταπλ. για προσαρμ. στη δημοτ. κατά το τίθημι > θέτω· λόγ. < αρχ. ἀντιπαρατίθεμαι]
- αντιπαράλληλος -η -ο [andiparálilos] Ε5 : (φυσ.) Aντιπαράλληλα διανύσματα, που έχουν το ίδιο μέτρο, παράλληλες διευθύνσεις, αλλά αντίθετες φορές. || (μηχ.): ~ μηχανισμός ενός στροφάλου.
[λόγ. < γαλλ. anti parallèle < anti- = αντι- + parallèle = παράλληλος (διαφ. το ελνστ. ἀντιπαράλληλος `διπλός τροχαίος΄)]
- αντιπαρασιτικός -ή -ό [andiparasitikós] Ε1 : που συντελεί στην καταπολέμηση των παρασίτων: Aντιπαρασιτική ουσία. || (τεχνολ.) Aντιπαρασιτική διάταξη.
[λόγ. < γαλλ. antiparasit(e) -ικός < anti- = αντι- + parasite = παράσιτον]



