Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 429 εγγραφές [231 - 240] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιμωλία η [andimolía] Ο25 : (νομ.) στον όρο δίκη κατ΄ αντιμωλίαν, με παρουσία των διαδίκων.
[λόγ. < αρχ. ἀντιμωλία]
- αντιναζιστικός -ή -ό [andinazistikós] Ε1 : που είναι αντίθετος ή εχθρικός στο ναζισμό.
[λόγ. αντι- + ναζιστικός]
- αντιναύαρχος ο [andinávarxos] Ο20α : (στρατ.) βαθμός ανώτατου αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού, αμέσως ανώτερος από τον υποναύαρχο, αντίστοιχος του αντιστρατήγου στο στρατό ξηράς: Διακριτικά / σήμα / διαταγές του αντιναυάρχου.
[λόγ. αντι- ναύαρχος μτφρδ. γαλλ. vice-amiral ή αγγλ. vice admiral]
- αντινευραλγικός -ή -ό [andinevraljikós] Ε1 : που καταπολεμά τη νευραλγία: Aντινευραλγικά φάρμακα.
[λόγ. < γαλλ. antinévralgique < anti- = αντι- + névralgique = νευραλγικός]
- αντινευρωτικός -ή -ό [andinevrotikós] Ε1 : που καταπολεμά τις νευρώσεις: Aντινευρωτική θεραπεία.
[λόγ. < γαλλ. antinévrotique < anti- = αντι- + névrotique = νευρωτικός]
- αντινομία η [andinomía] Ο25 : 1.αντίφαση: Λογική ~. Yπάρχει ~ ανάμεσα στο σύστημα εκπαίδευσης και στο εθνικό συμφέρον. 2. (λογ.) κατά ζεύγη αντίφαση και αμοιβαία αναίρεση προτάσεων, οι οποίες χωριστά μπορεί να αληθεύουν.
[λόγ. < ελνστ. ἀντινομία `σύγκρουση νόμων΄ σημδ. γαλλ. antinomie (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἀντινομία]
- αντινομικός -ή -ό [andinomikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από αντινομία.
[λόγ. < ελνστ. ἀντινομικός `που αναφέρεται σε νομική δισημία΄ σημδ. γαλλ. antinomique (στη νέα σημ.) < antinom(ie) < ελνστ. ἀντινομ(ία) -ique = -ικός]
- αντίξοος -η -ο [andíksoos] Ε5 : που δημιουργεί δυσκολίες και προβλήματα καθώς δεν είναι ο επιθυμητός: Aντίξοες περιστάσεις / καιρικές συνθήκες.
[λόγ. < αρχ. ἀντίξοος]
- αντιξοότητα η [andiksoótita] Ο28 : η ιδιότητα του αντίξοου. || (πληθ.) οι αντίξοες περιστάσεις: Tον γέρασαν πρόωρα οι αντιξοότητες της ζωής.
[λόγ. αντίξο(ος) -ότης > -ότητα]
- αντίο [adío] επιφ. : 1.αποχαιρετιστήρια προσφώνηση που λέγεται ιδίως από εκείνον που φεύγει: ~ και καλή αντάμωση. ~ σας. || (ως ουσ.) το αντίο: Συνταντήθηκαν για να πουν ένα τελευταίο ~. 2. (προφ., μτφ.) για κτ. που χάνεται, τελειώνει κτλ. οριστικά: Mε το γάμο ~ ξεγνοιασιά. Mε τις αυξήσεις των καυσίμων ~ αυτοκίνητο.
[ιταλ. addio]



