Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντίποδας
1 εγγραφή
αντίποδας ο [andípoδas] Ο5 : 1.(πληθ.) περιοχή της γης που βρίσκεται σε σημείο διαμετρικά αντίθετο σε σχέση με ορισμένη άλλη: Οι αντίποδες της Ελλάδας βρίσκονται στον Ειρηνικό Ωκεανό. ΦΡ βρίσκομαι / είμαι στους αντίποδες κάποιου, είμαι τελείως διαφορετικός από αυτόν. 2. (λόγ., συνήθ. ως κτγ.) για κτ. που είναι τελείως αντίθετο με κτ. άλλο: H λογική σκέψη είναι ο ~ της ενόρασης.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀντίπους, αιτ. -οδα, πληθ. οἱ Ἀντίποδες· 2: σημδ. γαλλ. antipode < λατ. antipodes < αρχ. Ἀντίποδες]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες