Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ανομβρία
1 item total
ανομβρία η [anomvría] Ο25 : η έλλειψη ή η ανεπάρκεια βροχοπτώσεων και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα· ξηρασία: Θερινή / μόνιμη ~. Περίοδος μεγάλης ανομβρίας.

[λόγ. < αρχ. ἀνομβρία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go