Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανιδιοτελής
1 εγγραφή
ανιδιοτελής -ής -ές [aniδiotelís] Ε10 : που οι ενέργειές του δεν αποβλέπουν στο προσωπικό, στο ατομικό του συμφέρον. ANT ιδιοτελής: H προσφορά του είναι καθαρά φιλική και ~. Ο ~ χαρακτήρας του τον κάνει αγαπητό σε όλους. ανιδιοτελώς ΕΠIΡΡ χωρίς επιδίωξη ατομικού συμφέροντος: Προσφέρθηκε ~ να βοηθήσει.

[λόγ. αν- (δες α- 1) ιδιοτελής μτφρδ. γερμ. uneigennützig· λόγ. ανιδιοτελ(ής) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες