Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ανεπάρκεια
1 item total
ανεπάρκεια η [anepárkia] Ο27 : η έλλειψη επάρκειας, αναγκαίας ποσότητας, ποιότητας, δύναμης, ικανότητας κτλ.: ~ τροφίμων. ~ σε μηχανικό εξοπλισμό / σε προσωπικό. H ~ της ηγεσίας / του δασκάλου. H ~ μιας υπηρεσίας να ανταποκριθεί στους σκοπούς της. Πνευματική / επιστημονική ~. || (ιατρ.) κακή ή ελλιπής λειτουργία οργάνου του σώματος: Kαρδιακή / νεφρική ~.

[λόγ. ανεπαρκ(ής) -εια μτφρδ. γαλλ. insuffisance]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go