Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ανεμογεννήτρια
1 item total
ανεμογεννήτρια η [anemojenítria] Ο27 : ηλεκτρογεννήτρια που λειτουργεί με την ενέργεια του ανέμου.

[λόγ. ανεμο-1 + γεννήτρια μτφρδ. αγγλ. aerogenerator (aero- = αερο-)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go