Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ανατροφή η [anatrofí] Ο29 : α.φροντίδα για τη σωστή πνευματική και ηθική διαμόρφωση κάποιου: Παραιτήθηκε από την εργασία της, για να ασχοληθεί με την ~ των παιδιών της. || το σχετικό αποτέλεσμα: Έχει / πήρε κάποιος καλή / κακή ~. β. η καλή ανατροφή: Άνθρωπος χωρίς ~. γ. (σπάν.) διατροφή: H ~ των ορφανών.
[λόγ. < ελνστ. ἀνατροφή]



