Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αναστέλλω [anastélo] -ομαι Ρ αόρ. ανέστειλα, απαρέμφ. αναστείλει, παθ. αόρ. αναστάλθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και ανεστάλη, ανεστάλησαν, απαρέμφ. ανασταλεί : (για ενέργεια, λειτουργία κτλ.) διακόπτω προσωρινά: Ο εχθρός ανέστειλε την προέλασή του. Aναστέλλεται η έκδοση μιας εφημερίδας. Aναστέλλεται η απεργία. || (νομ.) για προσωρινή διακοπή που γίνεται βάσει διατάγματος ή νόμου: Aναστέλλονται οι διορισμοί κατά την προεκλογική περίοδο. Aναστέλλονται οι δημόσιες πληρωμές λόγω κηρύξεως πολέμου. Aναστέλλεται η εκτέλεση μιας δικαστικής απόφασης / η άσκηση μιας δικαιοπραξίας.
[λόγ. < αρχ. ἀναστέλλω `τραβώ πίσω, συγκρατώ΄ & σημδ. γαλλ. suspendre, συν. του arrêter]



