Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αναπαραγωγή
1 item total
αναπαραγωγή η [anaparaγojí] Ο29 : 1.(βιολ.) λειτουργία με την οποία οι ζωντανοί οργανισμοί παράγουν νέους οργανισμούς, όμοιους με αυτούς: Σκοπός της αναπαραγωγής είναι η διαιώνιση του είδους. Όργανα αναπαραγωγής. || γέννηση ή παραγωγή νέου οργανισμού: Zώα που εκτρέφονται για ~. H ~ των φυτών μπορεί να γίνει με καταβολάδες / των μονοκύτταρων οργανισμών με διχοτόμηση, πολλαπλασιασμός. H ~ των θηλαστικών γίνεται με τη γονιμοποίηση του ωαρίου από το σπερματοζωάριο. 2. η τεχνική διαδικασία με την οποία: α. ήχοι ή εικόνες που έχουν αποτυπωθεί σε κάποιο υλικό μετατρέπονται πάλι σε ηχητικά κύματα ή σε φωτεινές εικόνες: Tο βίντεο είναι σύστημα εγγραφής και αναπαραγωγής ήχου και εικόνας. β. από ένα πρωτότυπο (κτ. που είναι αποτυπωμένο σε χαρτί) παράγονται πολλά αντίτυπα. 3. επανάληψη και ανανέωση στοιχείων (καταστάσεων, φαινομένων κτλ.) που αφορούν την κοινωνική, οικονομική ή πολιτιστική ζωή των ανθρώπων: H ~ των κοινωνικών προτύπων γίνεται στην οικογένεια.

[λόγ. ανα- παραγωγή μτφρδ. γαλλ. reproduction]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go