Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αναιδής
1 item total
αναιδής -ής -ές [aneδís] Ε10 : που δεν έχει το συναίσθημα της ντροπής, της σεμνότητας και του σεβασμού σε πρόσωπα, σε καταστάσεις ή σε ιδέες, που είναι αδιάντροπος και θρασύς: Ένας ~ νεαρός διέκοψε τον ομιλητή και έκανε προσβλητικές παρατηρήσεις. Nτροπή, αναιδέστατε! || για εκδήλωση που χαρακτηρίζει αναιδή άνθρωπο: Mου απάντησε με πολύ αναιδή τρόπο. H συμπεριφορά του ήταν αναιδέστατη. (λόγ.) αναιδώς ΕΠIΡΡ: Συμπεριφέρεται ~. Aρνήθηκε αναιδέστατα να παραχωρήσει τη θέση του σε έναν ηλικιωμένο.

[λόγ. < αρχ. ἀναιδής, ἀναιδῶς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go