Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αναδρομή
2 items total [1 - 2]
αναδρομή η [anaδromí] Ο29 : 1.ανασκόπηση, διήγηση ή αναπόληση γεγονότων: Στην αρχή του βιβλίου γίνεται μια σύντομη ~ στα επιτεύγματα των πρωτοπόρων της επιστήμης. H ομαλή χρονολογική εξέλιξη της ταινίας διακόπτεται από αναδρομές στη ζωή του ήρωα, φλας μπακ. Aκούγοντας τα παλιά τραγούδια έκανε μια νοσταλγική ~ στα νεανικά του χρόνια. 2. (φιλοσ.) πορεία από τα συμπεράσματα στις αρχές, από τα αποτελέσματα στις αιτίες, από το σύνθετο στο απλό.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀναδρομή `επιστροφή, επανάληψη΄· 2: σημδ. γαλλ. régression]

ανάδρομος -η -ο [anáδromos] Ε5 : (επιστ.) που κινείται προς τα πίσω ή προς τα επάνω. 1. (αστρον.) ανάδρομη κίνηση / φορά, από την ανατολή στη δύση, μέσο του νότου. ANT ορθή. 2. (ζωολ.) ανάδρομοι ιχθύες, που ανεβαίνουν από τη θάλασσα στα ποτάμια για αναπαραγωγή.

[λόγ. < ελνστ. ἀνάδρομος `που κινείται προς τα πίσω΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go