Dictionary of Standard Modern Greek
| 796 items total [151 - 160] | << First < Previous Next > Last >> |
- ανάδραση η [anáδrasi] Ο33 : (επιστ.) α. (βιολ., κοινων., ψυχ.) η αντίστροφη ενέργεια των αποτελεσμάτων μιας διαδικασίας, στο αρχικό στάδιο της εξέλιξής της, έτσι ώστε να την ενισχύει (θετική ανάδραση) ή να την εξασθενίζει και να τη σταθεροποιεί (αρνητική ανάδραση). β. (ηλεκτρον.) φαινόμενο κατά το οποίο μέρος της ενέργειας που υπάρχει στην έξοδο επαναφέρεται στην είσοδο μιας λυχνίας: Θετική / αρνητική ~, που αυξάνει / ελαττώνει την ενίσχυση του σήματος ή ελέγχει την ποιότητά του.
[λόγ. ανα- δρά(σις) -ση]
- αναδρομάρης ο [anaδromáris] Ο11 : (παρωχ.) αυτός που ασχολείται με τη συλλογή και με την καταγραφή περιστατικών και αφηγήσεων του παρελθόντος.
[μσν.(;) αναδρομάρης `που περιπλανιέται από τόπο σε τόπο΄ < αναδρομ(ή) -άρης]
- αναδρομή η [anaδromí] Ο29 : 1.ανασκόπηση, διήγηση ή αναπόληση γεγονότων: Στην αρχή του βιβλίου γίνεται μια σύντομη ~ στα επιτεύγματα των πρωτοπόρων της επιστήμης. H ομαλή χρονολογική εξέλιξη της ταινίας διακόπτεται από αναδρομές στη ζωή του ήρωα, φλας μπακ. Aκούγοντας τα παλιά τραγούδια έκανε μια νοσταλγική ~ στα νεανικά του χρόνια. 2. (φιλοσ.) πορεία από τα συμπεράσματα στις αρχές, από τα αποτελέσματα στις αιτίες, από το σύνθετο στο απλό.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀναδρομή `επιστροφή, επανάληψη΄· 2: σημδ. γαλλ. régression]
- αναδρομικός -ή -ό [anaδromikós] Ε1 : 1.που συμβαίνει, που γίνεται στο παρόν, καλύπτει όμως και μια προηγούμενη χρονική περίοδο: Ο νόμος (δεν) έχει αναδρομική ισχύ, (δεν) ισχύει και για χρονικό διάστημα πριν από τη θέσπισή του. Θα γίνει αναδρομική αύξηση των μισθών από τον Οκτώβριο του προηγούμενου έτους. Έγινε αναδρομική έκθεση του ζωγράφου με έργα παλαιότερης δουλειάς του. || (ως ουσ.) τα αναδρομικά, χρήματα που προέρχονται από αναδρομική αύξηση: H αξία των αναδρομικών εξανεμίζεται από την άνοδο του πληθωρισμού. 2. (γλωσσ.) ~ σχηματισμός, για λέξη που σχηματίζεται από άλλη λέξη αναλογικά προς αντίστοιχο σχήμα, δίνει όμως την εντύπωση πως είναι η βάση του σχηματισμού, π.χ.: αλμύρα < αλμυρός, αναδομώ < αναδόμηση.
αναδρομικά ΕΠIΡΡ: Θα πάρουμε την αύξηση ~ από τον περασμένο Mάρτιο. [λόγ.: 1: αναδρομ(ή) -ικός· 2: σημδ. γερμ. retrograde Ableitung]
- αναδρομικότητα η [anaδromikótita] Ο28 : η ιδιότητα του αναδρομικού, συνήθ. όταν αναφερόμαστε σε αναδρομική εφαρμογή νόμου.
[λόγ. αναδρομικ(ός) -ότης > -ότητα]
- ανάδρομος -η -ο [anáδromos] Ε5 : (επιστ.) που κινείται προς τα πίσω ή προς τα επάνω. 1. (αστρον.) ανάδρομη κίνηση / φορά, από την ανατολή στη δύση, μέσο του νότου. ANT ορθή. 2. (ζωολ.) ανάδρομοι ιχθύες, που ανεβαίνουν από τη θάλασσα στα ποτάμια για αναπαραγωγή.
[λόγ. < ελνστ. ἀνάδρομος `που κινείται προς τα πίσω΄]
- αναδύομαι [anaδíome] Ρ9β : 1α.ανεβαίνω από το βυθό στην επιφάνεια. ANT καταδύομαι: Tο υποβρύχιο / ο δύτης αναδύεται. || H αναδυομένη Aφροδίτη και ως ουσ. η Aναδυομένη, προσωνυμία της θεάς Aφροδίτης, που σύμφωνα με το μύθο γεννήθηκε από τον αφρό της θάλασσας. β. για κτ. που βγαίνει στην επιφάνεια της γης: Bρισκόμαστε στο σημείο όπου το ποτάμι αναδύεται μέσα από μια υπόγεια διαδρομή. || Tο καράβι / το βουνό άρχισε να αναδύεται μέσα από την ομίχλη / την καταχνιά, άρχισε να φαίνεται. 2. (μτφ.) για κατάσταση ή για φαινόμενο που εμφανίζεται προοδευτικά, συνήθ. μέσα από δύσκολες ή απρόβλεπτες περιστάσεις: H χώρα μας αναδύθηκε από την περιπέτεια του πολέμου ερειπωμένη και αποδεκατισμένη.
[λόγ. < αρχ. ἀναδύομαι]
- ανάδυση η [anáδisi] Ο33 : 1.άνοδος από το βυθό στην επιφάνεια. ANT κατάδυση: H ~ του δύτη. Σύστημα ανάδυσης του υποβρυχίου. || (επέκτ.) για κτ. που γίνεται σιγά σιγά ορατό, σαν να αναδύεται: Παρακολουθούσαμε την ~ του ήλιου μέσα από τον ορίζοντα. 2. (μτφ.) προοδευτική εμφάνιση ή δημιουργία ενός φαινομένου ή μιας κατάστασης: Έζησε την ~ ενός καινούριου κόσμου μέσα από τα συντρίμμια του παλιού.
[λόγ. < αρχ. ἀνάδυ(σις) -ση]
- αναερόβιος -α -ο [anaeróvios] Ε6 : (βιολ.) για μικροοργανισμό που μπορεί να ζήσει χωρίς οξυγόνο: Aναερόβια μικρόβια. || (ιατρ.): Aναερόβιες λοιμώξεις, που οφείλονται σε αναερόβια μικρόβια.
[λόγ. < γαλλ. anaéro bie < an- = αν- (δες α- 1) + αρχ. ἀερ- (δες αέρας) -ο- + αρχ. βί(ος) -ος]
- αναεροβίωση η [anaerovíosi] Ο33 : (βιολ.) τρόπος αναπνοής ορισμένων μικροοργανισμών και κυττάρων χωρίς οξυγόνο.
[λόγ. < γαλλ. anaérobiose < anaérobi(e) = αναερόβι(ος) -ose = -ωσις > -ωση]



