Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ανάπλαση
1 item total
ανάπλαση η [anáplasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναπλάθω: Οικονομική / κοινωνική / πολιτική ~ ενός λαού / μιας χώρας. H ~ ενός υποβαθμισμένου οικιστικού συνόλου. Πνευματική και ηθική ~ της προσωπικότητας. || (ψυχ.): ~ αισθημάτων / παραστάσεων / συναισθημάτων.

[λόγ. < αρχ. ἀνάπλα(σις) `εκ νέου σχηματισμός΄ -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go