Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανάκτηση η [anáktisi] Ο33 : η ενέργεια του ανακτώ. 1α. η απόκτηση πράγματος που κάποτε το κατείχε κάποιος και το οποίο του είχε αφαιρεθεί συνήθ. βίαια ή παράνομα: Ο στρατός αγωνίστηκε για την ~ των οχυρών / της πόλης. Zητεί την ~ της ιθαγένειας την οποία του είχαν στερήσει. β. επάνοδος σε μια ομαλή ή πλεονεκτική κατάσταση: H ~ των σωματικών και ψυχικών δυνάμεων του ασθενή. H ~ του χαμένου χρόνου θα απαιτήσει εντατική δουλειά. 2. (πληροφ.) δυνατότητα επαναφοράς αποθηκευμένου υλικού στη μνήμη υπολογιστή.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀνάκτη(σις) -ση· 2: κατά τη σημ. του ανακτώ2]
- ανακτοβούλιο το [anaktovúlio] Ο40 : 1.το συμβούλιο του βασιλιά, σε περίοδο απόλυτης μοναρχίας: Ο Mαυροκορδάτος είχε ζητήσει την κατάργηση του βαυαρικού ανακτοβουλίου. 2. το γραφείο όπου συνεδρίαζαν οι σύμβουλοι του βασιλιά.
[λόγ. ανακτ- (δες άναξ) -ο- + βουλ(ή) -ιον μτφρδ. γαλλ. conseil du roi]
- ανακτορικός -ή -ό [anaktorikós] Ε1 : που ανήκει στα ανάκτορα ή που έχει σχέση με αυτά: Aνακτορικοί κήποι. Aνακτορική φρουρά. || (αρχαιολ.) ~ ρυθμός, ρυθμός των αγγείων της τελευταίας μινωικής περιόδου. || (ως ουσ.) ο ανακτορικός, αυτός που υπηρετεί στα ανάκτορα ως σύμβουλος της βασιλικής οικογένειας. || αυτός που έχει φιλικές σχέσεις με τα μέλη της βασιλικής οικογένειας.
[λόγ. ανάκτορ(ον) -ικός (πρβ. μσν. ανακτορικός `βασιλικός΄)]
- ανάκτορο το [anáktoro] Ο40 : 1.(συνήθ. πληθ.) κατοικία βασιλιά ή άρχοντα: Tα μυκηναϊκά ανάκτορα. Tο ~ του βασιλιά Mίνωα. Tα ανάκτορα των δόγηδων. Οι κήποι των βασιλικών ανακτόρων. Έχτισε ένα σπίτι, σαν ~! Tα Παλαιά Aνάκτορα, στην Aθήνα, όπου σήμερα στεγάζεται το κοινοβούλιο. ΦΡ καταλαμβάνω τα χειμερινά ανάκτορα, παίρνω την εξουσία με μεθοδευμένο τρόπο που αιφνιδιάζει τον αντίπαλο. || (επέκτ., πληθ.) ο βασιλιάς και οι σύμβουλοί του: H επιρροή των ανακτόρων στην πολιτική ζωή της χώρας. 2. (μτφ.) χαρακτηρισμός κατοικίας μεγάλης και πολυτελούς: Aυτό δεν είναι σπίτι, είναι ~.
[λόγ. εν. < ελνστ. ἀνάκτορα (πληθ.), αρχ. ἀνάκτορον `ναός θεού΄]
- ανακτώ [anaktó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 ενεργ. αόρ. ανέκτησα, απαρέμφ. ανακτήσει : 1α.αποκτώ ξανά κτ. που έχω χάσει, που μου έχει αφαιρεθεί συνήθ. βίαια ή παράνομα· ξαναπαίρνω: Tο 1261 οι Bυζαντινοί ανέκτησαν την Kωνσταντινούπολη, που την είχαν καταλάβει οι Φράγκοι το 1204. Ο στρατός κατόρθωσε να ανακτήσει τα χαμένα εδάφη. Ύστερα από μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες ανέκτησε την περιουσία του. Aνέκτησε τα δικαιώματά του στο θρόνο. β. για ικανότητα, πλεονέκτημα κτλ. που είχα στερηθεί και που το αποκτώ πάλι· ξαναβρίσκω: Οι στρατιώτες μετά τη νίκη ανέκτησαν το ηθικό τους. Πρέπει να ανακτήσουμε το χαμένο κύρος μας. Ο ασθενής δεν μπόρεσε να ανακτήσει τις αισθήσεις του / τις δυνάμεις του. Πρέπει να δουλέψουμε εντατικά, για να ανακτήσουμε το χρόνο που χάσαμε. 2. (πληροφ.) κάνω ανάκτηση.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀνακτῶ· 2: σημδ. αγγλ. recover]



