Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αλτρουισμός ο [altruizmós] Ο17 : αγάπη για τους ανθρώπους και ανιδιοτελής φροντίδα γι΄ αυτούς· (πρβ. φιλανθρωπία): Στην εποχή μας τείνει να εκλείψει ο ~.
[λόγ. < γαλλ. altru isme (-isme = -ισμός)]



