Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αλπακ
2 items total [1 - 2]
αλπακάς 1 ο [alpakás] Ο1 : είδος υφάσματος: Φόρεμα από αλπακά.

[ισπαν. alpaca ή μέσω του γαλλ. alpaga (από γλ. Ινδιάνων της Aμερικής)]

αλπακάς 2 ο : κράμα από χαλκό, κασσίτερο και νικέλιο: Σερβίτσιο / μαχαιροπίρουνα από αλπακά.

[λόγ. < γερμ. Alpaka (σήμα κατατ.) με μετακ. τόνου ίσως κατά το αλπακάς 1]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go