Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλογόμυγα η [aloγómiγa] Ο27α : έντομο που με τα τσιμπήματά του ενοχλεί τα άλογα και άλλα ζώα. ΦΡ μας γέμισε αλογόμυγες, για ενοχλητικά λόγια ή πράξεις. τον τσίμπισε* ~.
[αλογο- + μύγα (πρβ. ελνστ. ἀλογομυῖα ίδ. σημ.)]



