Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αλλοπρόσαλλος -η -ο [aloprósalos] Ε5 : για κπ. που αντιδρά με περίεργο και απρόβλεπτο τρόπο, έτσι ώστε να μην μπορεί κανείς να συνεννοηθεί μαζί του: Είναι τελείως ~ άνθρωπος. || για εκδηλώσεις που χαρακτηρίζουν αλλοπρόσαλλο άνθρωπο: H συμπεριφορά του ήταν αλλοπρόσαλλη. Mου έλεγε κάτι αλλοπρόσαλλα πράγματα, τρελά. || ~ καιρός, πολύ άστατος.
αλλοπρόσαλλα ΕΠIΡΡ: Συμπεριφέρεται ~. [λόγ. < αρχ. ἀλλοπρόσαλλος]



