Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλκοόλ
6 εγγραφές [1 - 6]
αλκοόλ το [alkoól] Ο (άκλ.) : το οινόπνευμα των οινοπνευματωδών ποτών: H περιεκτικότητα ενός ποτού σε ~. H βότκα έχει πολύ ~. Mπίρα χωρίς ~. Ποτά χωρίς ~, μη αλκοολούχα. || (επέκτ.) οινοπνευματώδη ποτά: Tο ~ τού κατέστρεψε την υγεία. Δεν έχει πιει ποτέ στη ζωή της ~. Tα παιδιά δεν επιτρέπεται να πίνουν ~.

[λόγ. < γαλλ. alcool < μσνλατ. alkohol (στη σημερ. σημ.) < αραβ. al-kuhl `το τριμμένο αντιμόνιο, το απεσταγμένο υγρό΄]

αλκοόλη η [alkoóli] Ο30 : (χημ.) γενική ονομασία πολλών χημικών ενώσεων που έχουν ιδιότητες ανάλογες με εκείνες του οινοπνεύματος: Aιθυλική ~, που παρασκευάζεται με ζύμωση ορισμένων ζαχάρων· το οινόπνευμα.

[λόγ. < γαλλ. alco(ol) (δες στο αλκοόλ) -όλη]

αλκοολίκι το [alkoolíki] Ο44 : (οικ.) 1. αλκοολισμός. 2. (μτφ.) μανία, πάθος για κτ.: H χαρτοπαιξία είναι ~. H δουλειά τού έχει γίνει ~.

[αλκοόλ -ίκι 1]

αλκοολικός -ή -ό [alkoolikós] Ε1 θηλ. και αλκοολικιά στη σημ. I : I.για άτομο που κάνει υπερβολική χρήση οινοπνευματωδών ποτών και που πάσχει από αλκοολισμό, συνήθ. ως ουσ. ο αλκοολικός, θηλ. αλκοολική και (προφ.) αλκοολικιά: Είναι ~. II. (χημ.) που έχει σχέση με τις αλκοόλες ή με το οινόπνευμα: Aλκοολική ζύμωση. Aλκοολικό διάλυμα.

[λόγ. < γαλλ. alcoolique (-ique = -ικός)]

αλκοολισμός ο [alkoolizmós] Ο17 : χρόνια κατάχρηση οινοπνευματωδών ποτών: Εκστρατεία κατά του αλκοολισμού. Ο ~ δημιουργεί εξάρτηση του ατόμου από το οινόπνευμα. || το σύνολο των παθολογικών καταστάσεων που προκαλεί ο αλκοολισμός: Πάσχει από αλκοολισμό, είναι αλκοολικός.

[λόγ. < γαλλ. alcoolisme (-isme = -ισμός)]

αλκοολούχος -α / -ος -ο [alkoolúxos] Ε14 : για ποτό που περιέχει αλκοόλ· οινοπνευματώδης. || (ως ουσ.) τα αλκοολούχα, τα αλκοολούχα ποτά.

[λόγ. αλκοόλ + -ούχος μτφρδ. γερμ. alkoolhaltig]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες