Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ακρόπρωρο
1 item total
ακρόπρωρο το [akróproro] & ακρόπλωρο το [akróploro] Ο41 : γλυπτή διακοσμητική παράσταση στην πλώρη των παλαιών (ιστιοφόρων) πλοίων· φιγούρα, η γοργόνα της πλώρης, μάσκα, ακροστόλιο.

[λόγ. < ελνστ. ἀκρόπρῳρον `άκρη της πλώρης΄· προσαρμ. στη δημοτ. κατά το αρχ. πρῷρα > πλώρη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go