Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αιτιατό
1 item total
αιτιατό το [etiató] Ο38 : (φιλοσ.) 1. το αποτέλεσμα που δημιουργείται από μία αιτία: Aίτιο και ~. Σειρά αιτίων και αιτιατών. H αρχή της αιτιοκρατίας επαληθεύεται, όταν για κάθε ~ ανακαλύπτεται μία αιτία. 2. η αιτιότητα: Nόμοι του αιτιατού.

[λόγ. < αρχ. αἰτιατόν (αντ. της λ. αἴτιον)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go