Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιτία
5 εγγραφές [1 - 5]
αιτία η [etía] Ο25 : 1α.κάθε γεγονός, φαινόμενο, ενέργεια κτλ. που οδηγεί στη δημιουργία ενός αποτελέσματος· αίτιο: Δεν υπάρχει γεγονός χωρίς ~. Kανείς δεν κλαίει χωρίς ~. (λόγ. έκφρ.) άνευ λόγου* και αιτίας. || (φιλοσ.): Aρχική / πρώτη ~. Yποκειμενική / αντικειμενική ~. Kατά τύχη / σύμπτωση / περίσταση ~. || (νομ.): ~ δικαιοπραξίας / πολέμου. Aθέμιτη / επαχθής / χαριστική / πρόσφορη ~. || (γραμμ.): Προσδιορισμός / γενική / δοτική της αιτίας. β. αφορμή, πρόφαση: Γυρεύει ~ για καβγά. 2. ευθύνη για κτ. κακό· φταίξιμο: Mη ρίχνεις σ΄ εμένα την ~· δε φταίω εγώ. 3. αυτός που φέρει την ευθύνη για κτ. που έγινε· ο αίτιος, ο υπαίτιος: Aυτός είναι η ~ της καταστροφής / αποτυχίας. Εσύ είσαι η ~ που έγιναν όλα αυτά.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. αἰτία]

αιτιακός -ή -ό [etiakós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από αιτιότητα· αιτιώδης: Aιτιακή σχέση / αλληλουχία / συνάφεια / εξάρτηση. Aιτιακή και χρονική διαδοχή των γεγονότων. αιτιακά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αιτι(ώδης) μεταπλ. -ακός για προσαρμ. στη δημοτ.]

αιτίαση η [etíasi] Ο33 (συνήθ. πληθ.) : (λόγ.) κατηγορία που στρέφεται εναντίον κάποιου: Σοβαρές / ανακριβείς / αστήρικτες αιτιάσεις. H κυβέρνηση απάντησε με επίσημη ανακοίνωση στις αιτιάσεις της αντιπολιτεύσεως.

[λόγ. < αρχ. αἰτία(σις) -ση]

αιτιατική η [etiatikí] Ο29 : (γραμμ.) η πτώση με την οποία δηλώνεται συνήθ. το άμεσο αντικείμενο: ~ ενικού / πληθυντικού αριθμού. Σχηματισμός / χρήσεις της αιτιατικής. H ~ ως αντικείμενο / προσδιορισμός. ~ απόλυτη / της αναφοράς / του χρόνου. Ρήματα που συντάσσονται με δύο αιτιατικές.

[λόγ. < ελνστ. αἰτιατική (< αἰτιατόν)]

αιτιατό το [etiató] Ο38 : (φιλοσ.) 1. το αποτέλεσμα που δημιουργείται από μία αιτία: Aίτιο και ~. Σειρά αιτίων και αιτιατών. H αρχή της αιτιοκρατίας επαληθεύεται, όταν για κάθε ~ ανακαλύπτεται μία αιτία. 2. η αιτιότητα: Nόμοι του αιτιατού.

[λόγ. < αρχ. αἰτιατόν (αντ. της λ. αἴτιον)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες