Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αεροναυτική
2 items total [1 - 2]
αεροναυτική η [aeronaftikí] Ο29 : το σύνολο των γνώσεων και των τεχνικών εφαρμογών που επιτρέπουν στον άνθρωπο να κινείται στην ατμόσφαιρα με μηχανές ελαφρότερες ή βαρύτερες από τον αέρα: Οι άνθρωποι της εποχής των Mογκολφιέρων ήταν αδύνατο να φανταστούν την εξέλιξη της αεροναυτικής.

[λόγ. < γαλλ. aéronautique < aéro naut(e) = αεροναύτ(ης) -ique = -ική]

αεροναυτικός -ή -ό [aeronaftikós] Ε1 : που αναφέρεται στην αεροπορία και στο ναυτικό, αεροπορικός και ναυτικός: Aεροναυτικά στρατιωτικά γυμνάσια.

[λόγ. αερο- + ναυτικός μτφρδ. γαλλ. aéronaval (aéro- = αερο-)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go