Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αδαης
1 item total
αδαής -ής -ές [aδaís] Ε10 : (για πρόσ.) που δεν έχει γνώσεις ή πείρα σχετικά με κτ.· ανίδεος, άπειρος: Είναι ~ από μουσική / αυτοκίνητα. Άνθρωποι αδαείς κι ανεύθυνοι κρατούν στα χέρια τους τις τύχες της χώρας.

[λόγ. < αρχ. ἀδαής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go