Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αγορεύω
1 item total
αγορεύω [aγorévo] Ρ5.1α : εκφωνώ λόγο σε δημόσια συγκέντρωση ή ειδικότερα στο ακροατήριο ενός δικαστηρίου: ~ στη Bουλή / στο δικαστήριο. Ο εισαγγελέας αγόρευε για πολλή ώρα. || (ειρ.) μιλώ με στόμφο και με χειρονομίες: Bρήκε πάλι ακροατήριο και άρχισε να αγορεύει.

[λόγ. < αρχ. ἀγορεύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go