Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αγνωστικισμός ο [aγnostikizmós] Ο17 : (φιλοσ.) θεωρία η οποία αρνείται τη δυνατότητα της γνώσης σχετικά με την ύπαρξη ή τη φύση οποιασ δήποτε έσχατης πραγματικότητας και ιδίως του Θεού: Θρησκευτικός / κοσμικός ~.
[λόγ. < αγγλ. agnosticism < agnostic = αγνωστικ(ιστής) -ism = -ισμός]



