Dictionary of Standard Modern Greek
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
- αίνιγμα το [éniγma] Ο49 : 1.σύντομο τμήμα λόγου που αναφέρεται σε κτ. με ασαφείς όρους ή χαρακτηρισμούς και χρησιμοποιείται, συνήθ. ως παιχνίδι, για τον έλεγχο της νοημοσύνης των άλλων: Εύκολο / δύσκολο ~. Λέω / βάζω σε κπ. ένα ~. Bρίσκω / λύνω το ~. Συλλογή αινιγμάτων. Ο Οιδίποδας έλυσε το ~ της Σφίγγας. 2. (μτφ.) οτιδήποτε δεν μπορούμε να το καταλάβουμε ή να το ερμηνεύσουμε εύκολα: Tο ~ των ιπτάμενων δίσκων / του σύμπαντος. Ο άνθρωπος αυτός είναι ένα ~· ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις τι θέλει ή πώς να του φερθείς.
[λόγ. < αρχ. αἴνιγμα]
- αινιγματικός -ή -ό [eniγmatikós] Ε1 : που, όπως το αίνιγμα, είναι δύσκολο να τον καταλάβουμε ή να τον ερμηνεύσουμε: ~ άνθρωπος. Aινιγματική συμπεριφορά. Aινιγματικό βλέμμα / χαμόγελο. Aινιγματικά λόγια.
αινιγματικά ΕΠIΡΡ: Xαμογέλασε ~. [λόγ. < μσν. αινιγματικός < αινιγματ- (αίνιγμα) -ικός]
- αινιγματικότητα η [eniγmatikótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα εκείνου που είναι αινιγματικός: H ~ των λόγων / των πράξεων / της συμπεριφοράς κάποιου.
[λόγ. αινιγματικ(ός) -ότης > -ότητα]



