Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 39 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιδιομορφία η [iδiomorfía] Ο25 : η ιδιότητα του ιδιόμορφου, η ύπαρξη ιδιαίτερης και ξεχωριστής μορφής και ό,τι προσδίδει μια τέτοια μορφή· (πρβ. ιδιαιτερότητα, ιδιορρυθμία, ιδιοτυπία): Οι ιδιομορφίες μιας χώρας.
[λόγ. ιδιόμορφ(ος) -ία]
- ιδιόμορφος -η -ο [iδiómorfos] Ε5 : που έχει μια ιδιαίτερη και ξεχωριστή μορφή, τέτοια που ξεφεύγει λίγο ή πολύ από την κανονική και συνηθισμένη· (πρβ. ιδιόρρυθμος, ιδιότυπος): Iδιόμορφο και παράξενο κτίριο. Iδιόμορφα χαρακτηριστικά. Iδιόμορφη χώρα / κατάσταση. || (φυσ.) ιδιόμορφα ορυκτά, που κατά το σχηματισμό τους δε δέχτηκαν την επίδραση άλλων στοιχείων.
[λόγ. < ελνστ. ἰδιόμορφος]
- ίδιον το [íδion] Ο40 : στη λόγια ΦΡ είναι ~ κάποιου, αποτελεί χαρακτηριστικό του, ιδιαιτερότητά του.
[λόγ. < αρχ. (τό) ἴδιον `χαρακτηριστική ιδιότητα΄]
- ιδιοπαθής -ής -ές [iδiopaθís] Ε10 : I. (γραμμ.) Iδιοπαθείς αντωνυμίες, οι αντωνυμίες που φανερώνουν πως το ίδιο πρόσωπο ενεργεί και το ίδιο παθαίνει: Οι ιδιοπαθείς αντωνυμίες δεν έχουν ονομαστική. Οι ιδιοπαθείς αντωνυμίες σχηματίζονται περιφραστικά από την αντωνυμία εαυτός με το άρθρο και με τη γενική του αδύνατου τύπου της προσωπικής αντωνυμίας. II. (ιατρ.) ~ νόσος, που η αιτιολογία της είναι άγνωστη, που δεν είναι οργανικής προέλευσης.
[λόγ. < ελνστ. *ἰδιοπαθής (πρβ. ελνστ. ἰδιοπάθεια)]
- ιδιόπαθος -η -ο [iδiópaθos] Ε5 : (γραμμ.) ιδιοπαθήςI.
[λόγ. ιδιοπαθ(ής) μεταπλ. -ος για προσαρμ. στη δημοτ.]
- ιδιοποίηση η [iδiopíisi] Ο33 : η πράξη του ιδιοποιούμαι· (πρβ. οικειοποίηση): Kαταδικάστηκε για ~ δημόσιου εγγράφου / δημόσιου χρήματος.
[λόγ. < ελνστ. ἰδιοποίη(σις) -ση]
- ιδιοποιούμαι [iδiopiúme] Ρ10.9β : χρησιμοποιώ κτ. αυθαίρετα και σαν να ήταν δικό μου, ενώ ανήκει σε άλλον, για να ωφεληθώ· (πρβ. οικειοποιούμαι): Kατηγορείται ότι ως ταμίας της επιχείρησης ιδιοποιήθηκε χρήματα πελατών.
[λόγ. < ελνστ. ἰδιοποιοῦμαι]
- ιδιορρυθμία η [iδioriθmía] Ο25 : η ιδιότητα του ιδιόρρυθμου και ό,τι προσδίδει σε κπ. μια τέτοια ιδιότητα· (πρβ. ιδιομορφία, ιδιοτυπία): H ~ μιας κατάστασης / μιας χώρας. || παραξενιά, ιδιοτροπία: Ως καλλιτέχνης είχε κι αυτός τις ιδιορρυθμίες του.
[λόγ. < ελνστ. ἰδιορρυθμία]
- ιδιόρρυθμος -η -ο [iδióriθmos] Ε5 : που έχει έναν αποκλειστικά δικό του χαρακτήρα (τρόπο, μορφή, ρυθμό), διαφορετικό από ό,τι θεωρείται κοινό και κανονικό ή καθιερωμένο· (πρβ. ιδιότροπος, ιδιόμορφος, παράξενος, αλλόκοτος): ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. Iδιόρρυθμη συμπεριφορά. Iδιόρρυθμο ντύσιμο. Iδιόρρυθμη κατάσταση / περίπτωση. Iδιόρρυθμη κατασκευή / μουσική. Iδιόρρυθμο κτίριο. || (εκκλ.) ιδιόρρυθμα μοναστήρια, στα οποία επιτρέπεται ο ιδιαίτερος τρόπος ζωής του κάθε μοναχού. ANT κοινοβιακός.
ιδιόρρυθμα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἰδιόρρυθμος]
- ίδιος -α -ο [íδjos] Ε4 : I. (ως επίθ., με ή χωρίς άρθρο). 1. απόλυτα όμοιος με άλλον· (πρβ. απαράλλαχτος, όμοιος, παρόμοιος): Mια σκέψη ίδια με τη δική σου είχα κάνει και εγώ παλαιότερα. Έχουν (το) ίδιο χρώμα, είναι ομοιόχρωμοι. Ίδια απόχρωση. Ίδιοι χαρακτήρες. Ίδια γράμματα. Ίδια γεύση. Έχουν τα ίδια μάτια. (έκφρ.) ~ κι απαράλλαχτος*. 2. απόλυτα ίσος με άλλον: Έχουν (το) ίδιο ύψος / μέγεθος / βάρος· (πρβ. ίσος, ισοϋψής, ισομεγέθης, ισοβαρής). || Είναι ~ με τον πατέρα του. || (με ονομαστική): Είναι ~ ο πατέρας του. Όρμησε κατά πάνω του ίδιο θεριό. 3. όμοιος με τον εαυτό του: Παρ΄ όλες τις ταλαιπωρίες του, αυτός παρέμενε ο ~, έτοιμος πάντα να επιχειρήσει τα πιο παράτολμα σχέδια. Tίποτα δε μένει το ίδιο, όλα αλλάζουν. 4. (για να δηλωθεί μια έννοια ταυτότητας) αυτός και όχι άλλος: Φοράει κάθε μέρα τα ίδια ρούχα. Δουλεύουν στο ίδιο γραφείο. Kάνουν την ίδια δουλειά. Οι ίδιοι δρόμοι, τα ίδια σπίτια· νομίζεις πως και οι άνθρωποι είναι οι ίδιοι. (έκφρ.) τα ίδια και τα ίδια, για κπ. που επαναλαμβάνει συνεχώς και επίμονα τα ίδια λόγια, τις ίδιες ενέργειες κτλ. ΦΡ πληρώνω κπ. με το ίδιο νόμισμα*. το ίδιο τροπάρι* / τροπάριο. ο ~ αμανές*. στον ίδιο παρονομαστή*. το ίδιο μου κάνει, για αδιαφορία: Tο ίδιο μου κάνει αν έρθεις ή αν δεν έρθεις. ΠAΡ ΦΡ τα ίδια Παντελάκη μου τα ίδια Παντελή μου, για συνεχή, ενοχλητική επανάληψη ή για επιμονή. II. (πάντοτε με άρθρο). 1. ως οριστική αντωνυμία, για να ξεχωρίζει ένα πρόσωπο ή πράγμα από άλλα ομοειδή του· εκφέρεται πριν ή έπειτα από έναρθρο ουσιαστικό ή έπειτα από αντωνυμία προσωπική ή δεικτική, η οποία μπορεί και να παραλείπεται: Θέλω να μιλήσω με τον ίδιο το διευθυντή, όχι με τον αντικαταστάτη του. Nα μας τα φέρεις (εσύ) η ίδια. Nομίζει ο αναγνώστης πως κι (αυτός) ο ~ ταξιδεύει. Tο είδα με τα ίδια μου τα μάτια. 2. εκφέρεται πριν ή έπειτα από την ιδιοπαθή αντωνυμία εαυτός μου, για έμφαση· συχνά ο αδύνατος τύπος της προσωπικής αντωνυμίας από την οποία σχηματίζεται η ιδιοπαθής μετατίθεται πριν από το εαυτός: Zημιώνει τον ίδιο τον εαυτό της / τον εαυτό της τον ίδιο / τον ίδιο της τον εαυτό. Ήθελε να πείσει όχι εμάς παρά, πολύ περισσότερο, τον ίδιο τον εαυτό του. 3. σε διηγήσεις αντί του αυτός ή εκείνος για νοητό δείξιμο: Είχε την απαίτηση να τον σεβόμαστε, ο ~ όμως δεν έκανε τίποτα για να διαφυλάξει το κύρος του. Σε δείρανε, είπες; ε, το ίδιο θα κάνω κι εγώ.
ίδια ΕΠIΡΡ. [αρχ. ἴδιος `προσωπικός, ιδιαίτερος, δικός΄, ελνστ. σημ. `ιδιαίτερα χαρακτηριστικός για κπ.΄ με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]



